ἄμβη — raised edge fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀναβαίνω go up aor ind act 3rd sg (homeric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμβην — ἄμβη raised edge fem acc sg (attic epic ionic) ἀναβαίνω go up aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀναβαίνω go up aor ind act 1st sg (homeric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμβης — ἄμβη raised edge fem gen sg (attic epic ionic) ἀναβαίνω go up aor ind act 2nd sg (homeric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμβας — ἄμβᾱς , ἄμβη raised edge fem acc pl ἄμβᾱς , ἄμβη raised edge fem gen sg (doric aeolic) ἀναβαίνω go up aor ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμβιξ — ( ικος) και άμβυξ ( υκος), ο (Α ἄμβιξ και ἄμβυξ) νεοελλ. 1. μεγάλη χύτρα όμοια με λέβητα 2. το σώμα τού αποστακτικού λέβητα 3. ολόκληρη η συσκευή απόσταξης, ο λαμπίκος αρχ. είδος ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι πιθανό να… … Dictionary of Greek
άμβωνας — Το βήμα από το οποίο συνήθως κηρύσσουν στην εκκλησία οι ιεροκήρυκες και διαβάζεται το Ευαγγέλιο. Αρχικά στηριζόταν σε κίονες ή σε συμπαγή βάση και η άνοδος γινόταν από ένα ή δύο σκαλοπάτια. Στις πρώτες χριστιανικές εκκλησίες χρησιμοποιήθηκε… … Dictionary of Greek
αμβοειδής — ἀμβοειδής, ές (Α) αυτός που προεξέχει, κυρτωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμβη «ό,τι προεξέχει, εξόγκωμα» + ειδής < εἶδος] … Dictionary of Greek
υπαμβής — ές, Α κεκλιμένος λοξά προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + αμβής (< ἄμβη «άμβωνας»)] … Dictionary of Greek